- σερβιτσάλι
- και σερβιτσιάλι και σερβιτσιάλο, το, Ν(ξεν. λ.) κλυστήρας, κλύσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serviziale].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερβιτσάλι — το (λ. ιταλ.), όργανο με το οποίο γίνεται το κλύσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)